Εχθές μας είχαν καλέσει οι κουμπάροι μας στο σπίτι τους να κάτσουμε, να τα πούμε, να τα πιούμε, να φάμε ...
Αχ, κανένας δεν με είχε προειδοποιήσει για το τι θα ακολουθούσε...
Βέβαια δε λέω, ο καθένας στο σπίτι του μπορεί να καλέσει όποιον θέλει, όμως εγώ έχω περάσει προ πολλού το στάδιο να ανέχομαι ό,τι με χαλάει.
Φτάνουμε λοιπόν στο σπίτι, με τις καλύτερες των διαθέσεων. Εντός μισαώρου σκάνε μύτη τα ξαδέρφια τους, που "διαθέτουν" τρία - ζωή να' χουν - παιδάκια... Δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Και καλά το κορίτσι είναι στα 10, τ' αγόρια όμως... Ο μεγάλος 6 και ο μικρός 3 περίπου.
Παιδιά, τέτοια ήττα δεν την έχω φάει στη ζωή μου. (Βέβαια μπορεί να έχω φάει και χειρότερη, αλλά αυτή είναι η πιο πρόσφατη, οπότε συγχωρήστε μου τις υπερβολές...)
Ξεκίνησαν από νωρίς. Να φωνάζουν, να κυνηγιούνται μέσα στα πόδια μας, να τσακώνονται (Α, παρούσα ήταν και η 10χρονη κόρη των κουμπάρων - σύνολο 4), να ξαναφωνάζουν, οι γονείς να φωνάζουν περισσότερο για ν' ακουστούν, τα μικρά να τσιρίζουν, οι μεγάλοι να βρίζουν, τα μικρά να κλαίνε, παιχνίδια στο πάτωμα, και το χειρότερο, παιχνίδια που κάνουν θόρυβο και τι άλλο να πω δεν ξέρω. Τη μόνη στιγμή που υπήρξε μια υποτυπώδης ησυχία ήταν όταν έκατσαν να φαρμακώσουν δυο μπουκιές, κι αυτό με τα χίλια ζόρια.
Για μας τι να πω. Εμένα από τη μύτη μου βγήκε το μακαρόνι, από τον εκνευρισμό μου είχα πάρει μπροστά μου το μπολ με τη σαλάτα και όποιος ήθελε να φάει του έριχνα πρώτα ένα δολοφονικό βλέμμα και μετά τον άφηνα να πάρει μια πιρουνιά Ο άντρας μου, που οι αντοχές μου είναι οι μικροτερότερες δυνατές, κατάπινε το μπριζολάκι στωικά, γιατί δεν μπορούσε και να μιλήσει.
Φύγαμε πριν από το γλυκό (που σημειωτέον εμείς είχαμε πάει, κάτι παστούλες ωραιότατες και φρεσκότατες, και δεν φάγαμε κι όλας... τέλος πάντων), με την μπουκιά ίσα που να μας έχει κατέβει, γιατί τα ... γλυκούλια μου, καθότι τρώνε μικρές ποσότητες, αποσώσανε γρήγορα, και φτου κι απ' την αρχή. Το ένα μάλιστα, το μικρότερο, του' ρθε να χέσει κι όλας (μπαρδον!), - γιατί όσο 'ναι όσο πιο μικρά τόσο περισσότερο το πάνε από την παραγωγή στην κατανάλωση, κι έτσι η μάνα του σηκώθηκε να πάει μαζί του στην τουαλέτα, άφησαν μετά και ανοιχτή την πόρτα, τι να πω, και το σπίτι δεν είναι και καμιά έπαυλις (!!!), η τραπεζαρία δίπλα είναι, τρώγαμε λοιπόν μετά ευωδίας...
Άσε σου λέω, φρίκη. Και μετά θα γίνω κακιά να τους πω ότι δεν ξανάρχομαι σπίτι σας εάν είναι και άτομα που περνάνε όρθια κάτω από τραπέζια. Ναι, αυτό θα είναι το όριο...
Δε λέω καλά, χρυσά και άγια όλα τα παιδιά του κόσμου, αλλά δε φταίω σε τίποτα να χάσω τσάμπα το σαββατόβραδό μου. Θα μου πεις από την άλλη εσύ, μια και άνευ τέκνου, μη μιλάς, δεν ξέρεις. Σύμφωνοι, μαζί σου είμαι.
Αλλά από τη στιγμή που δεν έχω, μπορώ να λέω ότι θέλω, σωστάάά;;;;;